Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014


Καφέ-Αμάν


Το Καφέ-Αμάν κατά τον Τούρκο μουσικολόγο Mahmut R. Gazimihal, ο όρος καφέ αμάν είναι τσιγγάνικη παραποίηση στον τούρκικο όρο mani kahvesi ήταν είδος λαϊκού καφενείου της προπολεμικής Ελλάδας μέσα στο οποίο δύο ή τρεις τραγουδιστές, οι επωνομαζόμενοι αμανετζήδες, αυτοσχεδίαζαν λέγοντας στίχους, συχνά στη μορφή του διαλόγου μεταξύ τους, πάντα σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία.  Χαρακτηριστικό ήταν το επαναλαμβανόμενο επιφώνημα "αμάν, αμάν" που προσπαθούσαν με αυτό οι τραγουδιστές να κερδίσουν χρόνο για ν`αυτοσχεδιάσουν καινούργιους στίχους. Άλλη συνώνυμη ονομασία τέτοιου τύπου καφενείου ήταν και το Καφέ Σαντούρ, που ήταν συνηθέστερη στη Μικρά Ασία, και κυρίως στη Σμύρνη. Τα δε τραγούδια που άδονταν σ΄ αυτά λέγονταν αμανέδες ή μανέδες ή αμάνι. Η λέξη μανές (αμανές) ίσως να παράγεται, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γεωργίου Φαιδρού περί του σμυρναϊκού μανέ, εκ του "μανέρως" κατά συγκοπήν της συλλαβής "ρω". Ο "μανέρως" ήταν θλιβερός ήχος ή μάλλον ερωτική θρηνωδία λεγόμενος και ολοφυρμός ή Λιναίος θρήνος. 

Το ρεπερτόριο των καφέ αμάν

Πέρα από τα τούρκικα και αραβικά (αμανέδες, σαρκιά, γιαρέδες (αργά παθητικά τραγούδια), σαμπαϊ, ελφαζιέ(τραγούδια εσωτερικού άλγους) κ.λ.π.), εκτελεσμένα σε ελληνική, τουρκική, αρμένικη και αραβική γλώσσα, τα προγράμματα τους προσέφεραν πλήθος ελληνικά δημοτικά τραγούδια (γιαννιώτικα, κλέφτικα, μοραΐτικα κ.α.), λαϊκά των αστικών κέντρων της Ανατολής (Σμύρνη, Πόλη), αρβανίτικα (γκέκικα), ρουμάνικα (βλάχικα), βουλγάρικα και αιγυπτιακά. 

Μουσικοί των καφέ αμάν

Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι μουσικοί ήταν Έλληνες της Ανατολής και Αρμένηδες. Μνημονεύονται συχνά και Εβραίοι και Γύφτοι. Πρόκειται για τις τέσσερις εθνικότητες, που ανέκαθεν μονοπωλούσαν με επαγγελματική ιδιότητα τις τέχνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κοινό σημείο αναφοράς ήταν η συνειδητή διαφοροποίηση από το δυτικοευρωπαϊκό μουσικό ιδίωμα. 

Τραγούδια και στίχοι

Ονόματα τραγουδιών και στίχοι έχουν διασωθεί ελάχιστα. Αναφέρθηκε ο περίφημος «Μέμος». Οι παλιότεροι στίχοι ελληνικού αμανέ που σώζονται είναι εκείνοι που τραγουδούσε ο σμυρνιός Βασίλειος Κονταξής στην Ιερά Οδό, το 1874: 

Το πληγωμένο στήθος μου πονεί, μα δεν το λέει

Τ΄ αχείλι μου κι αν τραγουδεί, μα η καρδιά μου κλαίει. 


Ο Μάρκος Δραγούμης σημειώνει ότι το κείμενο αυτό ταυτίζεται απόλυτα με κείμενο μαντινάδας από την Πάτμο.

Έχουν διασωθεί και στίχοι άλλων τραγουδιών. Τα περισσότερα από αυτά είναι δημοτικά ή δημοτικοφανή. 
Ένα από τα ωραία χαρακτηριστικά λαϊκά τραγούδια που αναφέρονται στα Καφέ αμάν είναι και οι στίχοι του ακόλουθου τραγουδιού που πρωτακούσθηκε στην Αμερική για κάποιον πλούσιο πλέον μετανάστη σε στοίχους και μουσική του Δημοσθ. Ζάττα με έντονη μίξη δημοτικού τραγουδιού σε ανατολίτικο μοτίβο και που φέρεται να πρωτοτραγούδησε ο Γιάννης Ιωαννίδης: 
Ήμουνα μόρτης μια φορά λεβέντης της Αθήνας
Με λέγανε παλικαρά μα ψόφαγα της πείνας
....................................................
Μα τώρα πού΄χω τον παρά και είμαι μεγαλείο
Βουτάω σ΄ όλες μια χαρά, είμαι ερωτοπωλείο.
Σαν μπαίνω στο καφέ-αμάν τα μάτια σαν σηκώνω
Δεν ξέρω αν «γιου-αρ ντεστάντ», κάθε καρδιά πληγώνω
Οι Χοροί 
Από το 1873-1885 δεν αναφέρονται χορευτικές επιδείξεις. Ίσως το θέαμα να ήταν ακόμη τολμηρό. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι χορεύτριες των καφέ σαντάν χορεύανε. Κατά τα χρόνια όμως της ακμής του καφέ αμάν ο χορός καθιερώθηκε σαν βασικό στοιχείο του προγράμματος. Γνωστά ονόματα χορευτριών ήταν: Χατζή Αμπέρη, Αθηνά, Ελένη. Η χορεύτρια όμως που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν η Ευθαλία από την Σμύρνη. 
Οι χοροί που εκτελούσαν οι παραπάνω καλλιτέχνιδες χαρακτηρίζονταν συλλήβδην «ανατολικοί», αλλά συχνά διαχωρίζονταν σε «αραβικούς», «τουρκικούς», «ελληνικούς» ή «ρουμάνικους». Συγκεκριμένες αναφορές γίνονται στον τσάμικο, στον χασάπικο, τον καρσιλαμά και στον «ανδροπρεπή» ζεϊμπέκικο. Ιδιαίτερα στον τελευταίο διακρινόταν η περίφημη Ευθαλία, Ο ζεϊμπέκικος δικαιολογούσε τη χρήση ειδικών κοστουμιών και μαχαιριών μερικές φορές. 

Η Ατμόσφαιρα 

Την ατμόσφαιρα στην πρώτη περίοδο μας την παρουσιάζουν σαν ένα είδος ησυχαστηρίου. Το κοινό αποτελούνταν από φιλήσυχο κόσμο νωχελών νοικοκυραίων με τις ρεμβώδεις οικοδέσποινες κι θυγατέρες τους, καθώς επίσης και από υπαξιωματικούς «γενναίους και ιππότας». Από το 1886 όμως αλλάζουν τα πράγματα. Τα καφέ αμάν ανοίγουν στην προκυμαία του Πειραιά, στην αγορά τροφίμων της Αθήνας και σε άλλα σημεία όπου το κοινό δεν μπορούσε να είναι «οικογενειακό». Το κοινό τώρα αποτελείται από ναύτες, εργάτες, εμποροϋπάλληλους και αμαξάδες. Η παρουσία γυναικών δεν μνημονεύεται. Λίγο αργότερα το κοινό χαρακτηρίζεται κουτσαβάκικο. Μια εξήγηση για αυτή την αντιφατική εικόνα του καφέ αμάν είναι η εξής: τα καφέ αμάν διαδόθηκαν ευρύτατα. Η διάδοση τους είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και τα καφέ σαντάν συμπληρώνουν το δυναμικό τους με ανατολίτες καλλιτέχνες, οι πρωταγωνίστριες της λαϊκής Παντομίμας αρχίζουν στα διαλείμματα να τραγουδούν και να χορεύουν ελληνικούς και αράπικους ρυθμούς, τα θέατρα για μικρό χρονικό διάστημα εξοπλίζονται με τραγουδιστές και οργανοπαίκτες ανατολικού ιδιώματος, ενώ ο Φασουλής και ο Καραγκιόζης κάνουν το ίδιο. Είναι λοιπόν φυσικό να δημιουργήθηκαν καφέ αμάν με διαφορετικής προέλευσης κοινό. 

Η Παρακμή 

Η παρακμή των καφέ αμάν αρχίζει στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890. Ένα από τα σημαντικότερα στέκια του στο κέντρο της Αθήνας, εκείνο στην πλατεία του σιδηροδρομικού σταθμού, πέφτει μετά το 1891 σε πλήρη αφάνεια. Το Γεράνι θα κλείσει πριν από τον πόλεμο του 1897. Τα καφέ αμάν αρχίζουν να υποχωρούν και πάλι στις εξοχικές παρυφές, απ’ όπου ξεκίνησαν. Τα «μελίφθογγα» σαντούρια του παρελθόντος τώρα αποκαλούνται «ανηλεή σαντούρια». Όταν έρχονται μεγάλα συγκροτήματα Εβραίων, Αράβων, Αρμένηδων αντιμετωπίζονται ως εξωτικά θεάματα. Η καθοδική πορεία του καφέ αμάν συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο μιας άλλης εγχώριας ανατολίτικης λαϊκής τέχνης, εκείνης του Θεάτρου Σκιών. Το 1891 εμφανίζονται οι πρώτοι μπερντέδες στον Σταθμό Αττικής. Στην πρώτη δεκαετία του 20ου τα σαντούρια και ο αμανές φυτοζωούν. Από το 1907 αρχίζει η ακμή της επιθεώρησης. Το 1911 στην εφημερίδα «Αθήναι» αρχίζει μια σειρά από συνεντεύξεις, γύρω από το ζήτημα του εξευρωπαϊσμού των μουσικών προτιμήσεων των λαϊκών μαζών. Ακούγονται διάφορες απόψεις των, Σακελλαρίδη, Ρόδιου, Πετσάλη, Κόκκινου. Κοινή διαπίστωση παραμένει ότι ο αμανές είναι νεκρός. Ο επικήδειος του καφέ αμάν θα πάρει λυρικότερο τόνο το 1912, όταν θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «οι καημοί της λιμνοθάλασσας». Στο ποίημα του «Ανατολή» ο ποιητής θυμάται με νοσταλγία τα νεανικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. 

Βέβαια καφέ αμάν συνεχίζουν να υπάρχουν. Κλείνουν όμως ένα μετά το άλλο. Το 1926-1927 έκλεισαν τα καφέ αμάν του Ντουρντή και του Γώγου. 

Το 1934 στα "Αθηναϊκά Νέα", άνοιξε συζήτηση για την ανατολική μουσική, το θέμα ήταν αν πρέπει να απαγορευτεί, όπως έγινε και στην Τουρκία. 
Τελικά τα Καφέ Αμάν έπαψαν να υφίστανται μετά από ειδική απαγορευτική διάταξη του καθεστώτος του Μεταξά το 1937 με την οποία και απαγορεύθηκαν οι αμανέδες, σε δημόσιους χώρους σε όλη την ελληνική επικράτεια θεωρούμενοι (εσφαλμένα) ως καθαρό τουρκικό είδος.

Το τελευταίο καφέ αμάν έκλεισε το 1947. Ήταν η «Χαβάνα» στην οδό Λυκούργου. 




Πηγές:
http://el.wikipedia.org/wiki/Καφέ_Αμάν
http://www.rebetiko.gr/h.php?id=4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου