Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ


Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα


ΣΤΙΧΟΙ
 Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα τι εν ωρια τσ εβώ ε πλώνω πενσέοντα σ εσένα τσ ετου μπει στη φενέστρα σου αγαπη μου της καρδίας μου σου νοίφτω τη πένα Εβω παντα σ εσενα πενσεω γιατί σένα φσυχή μου γαπω τσαι που παω που σύρνω που στέω στη καρδία μου πάντα σενα βαστω Καληνυφτα σε φηνω τσαι παω πλάια σου τι βω πίρτα πρικό τσαι που παω που συρνω που στεω στη καρδία μου πάντα σενα βαστώ.

Μετάφραση

 Τι γλυκιά είναι τούτη η νύχτα, τι ωραία και γώ ξαγρυπνώ και σε σκέφτομαι και κάτω από το παραθύρι σου, αγάπη μου, της καρδιας μου σου βγάζω τον πόνο Λαλαλα λαλα λερο… Εγώ σε σκέφτομαι πάντα γιατί σένα, ψυχή μου, αγαπώ και οπού κι αν πάω, που φεύγω, που στέκομαι στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ Λαλαλα λαλα λερο… Καληνύχτα σε αφήνω και φεύγω Κοιμήσου συ και εγώ πάω θλιμμένος και οπού κι αν πάω, που φεύγω, που στέκομαι στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ.




Οριο το γκελί-σου

ΣΤΙΧΟΙ

«Οριο το γκελί-σου κε τι κανονισία:
για μένα βρίσκετε πίτσο το μαχέρι.
Ισού με κέντοσε προπρία τι γκαρντία,
ίρτα να σου το πο κε να το φσέρι.
Οϊμμένα! Κα βο εν έχω πλέο τιν ία
κα ίρτα λικεντσιάτο α ττου μμεσσέρου!
Οϊμμένα! Κα τούι ε κκόρπι να πεσάνι:
ισού με κέντοσε, κ' ισού να με γιάνι».

Μετάφραση

«Είναι όμορφο το γέλιο και η ματιά σου:
για μένα ήτανε πισωμαχαιριές.
Εσύ με τραυμάτισες στην καρδιά μου,
ήρθα να σου το πω και να το ξέρεις,
Οϊμμένα (αλίμονο): Εγώ δεν έχω πια υγεία
και οι γιατροί με έχουν για χαμένο!
Οϊμμένα! Αυτά είναι χτυπήματα θανάτου:
εσύ με τραυμάτισες, κι εσύ θα με γιάνεις»



Aremu rindineddha





πηγεςhttp://piotermilonas.blogspot.gr/, www.youtube.com

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

                   Τα ταξίδια του Πλάτωνα στη Σικελία

 Στα χρόνια 398-390, ο Πλάτωνας ταξιδεύει στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Το ταξίδι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την πνευματική εξέλιξη του Πλάτωνα, αφού τότε ήρθε σε επαφή με τον Πυθαγορισμό και τον εξέχοντα εκπρόσωπό του, τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, αλλά και για τη γνωριμία του με τον Διονύσιο τον I, τύραννο των Συρακουσών (405-367) και τον γαμπρό του, τον Δίωνα. 
Οι συνέπειες της σχέσης αυτής ήταν σοβαρότατες, σχεδόν δραματικές για τον Πλάτωνα. Με παρότρυνση του Δίωνα, ο νεαρός τύραννος, που είχε απαλλάξει ήδη τον σικελικό ελληνισμό από την απειλή των Καρχηδονίων, ήθελε να στραφεί προς τη φιλοσοφία και να διδαχθεί από τον Πλάτωνα την πολιτική αρετή και σοφία. Ο Πλάτωνας, μάλλον αφελώς, πίστεψε στις προθέσεις του τυράννου, αλλά ήδη η πρώτη αυτή επαφή έληξε άδοξα: ο φιλόσοφος εκδιώχτηκε και κινδύνεψε μάλιστα να πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα όπου, παρά την εμπόλεμη κατάσταση του νησιού με την Αθήνα, τον έστειλε ο Διονύσιος.
Παρά τις αρχικές αυτές κακοτυχίες, η φιλία του Πλάτωνα με τον Δίωνα είχε ως αποτέλεσμα να εμπλακεί ο φιλόσοφος για αρκετά χρόνια σε μια υπόθεση που του προκάλεσε σοβαρούς κινδύνους και ακόμα σοβαρότερες απογοητεύσεις. Στα 367, ο Διονύσιος ο II διαδέχθηκε τον πατέρα του και ο Δίωνας πίεσε τον Πλάτωνα να επιστρέψει στις Συρακούσες πείθοντάς τον πως ο νέος τύραννος ήταν ακόμη πιο πρόθυμος από τον προηγούμενο να δεχθεί τα φιλοσοφικά διδάγματα. Προφανώς ο φιλόσοφος, που είχε απογοητευθεί από τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αλλά δεν είχε πάψει να μελετά το θέμα της πολιτικής θεωρίας, πίστεψε πως θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον Διονύσιο σε φιλόσοφο βασιλέα, σαν αυτούς τους ιδανικούς κυβερνήτες που περιγράφει στην Πολιτεία του.
 Έτσι, επέστρεψε στις Συρακούσες το 366, για να βρεθή τελικά "όμηρος" των πολιτικών συγκρούσεων Δίωνα και  Διονύσιου. Παρ' όλο που με δυσκολίες κατάφερε και πάλι να φύγει, επέστρεψε και τρίτη φορά στην Σικελία, το 361. Το τρίτο αυτό ταξίδι έληξε με τη θλιβερή εμπλοκή διάφορων Ακαδημεικών στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Δίωνα και του Διονύσιου και στα συνεχή πραξικοπήματα που ακολούθησαν.
Eπιπλέον, σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του Πλάτωνα είναι ένα κείμενο του ίδιου, η 7η Επιστολή του, ένα γράμμα προς τους Συρακούσιους φίλους του, το οποίο αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας.


ΠΗΓΕΣ : Ebooks.edu.gr   Wikipedia.gr


Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Εκστρατεία στη Σικελία

Με τον όρο Εκστρατεία στη Σικελία εννοούμε την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, η οποία ξεκίνησε το 415 π.Χ και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 413 π.Χ, στα πλαίσια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να καταστήσουν ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας. Παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, καθώς και τις ενισχύσεις που έλαβαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους υπέστησαν καταστροφική ήττα από τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον Γύλιππο να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και πέτυχε σημαντικές νίκες στη ξηρά και στη θάλασσα, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να παραδοθούν.
Η εκστρατεία στη Σικελία υπήρξε η σημαντικότερη απ' όλες τις ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις του Πελοποννησιακού Πολέμου και απέφερε δόξα στους νικητές, ενώ οι ηττημένοι υπέστησαν ολοκληρωτική πανωλεθρία.


Πηγές: Βικιπαιδεια
Αποικίες στην Κάτω Ιταλία
Το φαινόμενο της εγκατάστασης ελληνικών πληθυσμών στη Δύση και συγκεκριμένα σε Νότιο Ιταλία και Σικελία, ξεκινά τον 8οαιώνα π.X. κατά την περίοδο του Β Ελληνικού αποικισμού, όταν Χαλκιδείς και Ερετριείς, στα μέσα του 8ου αιώνα π.X. πραγματοποίησαν από κοινού την αρχαιότερη μετανάστευση στην Δύση αποικίζοντας την νήσο Πιθηκούσες (Ίσχια). Λίγο αργότερα οι Χαλκιδείς περνώντας στην απέναντι ιταλική ακτή ίδρυσαν την Κύμη. Η Χαλκιδο-κυμαική Παρθενόπη, μετέπειταΝεάπολη, ιδρύεται ελάχιστα πιο Νότια. Την ίδια περίοδο έφθασαν Χαλκιδείς από την Εύβοια στις ανατολικές ακτές της Σικελίας οι οποίοι μέσα σε πέντε χρόνια ιδρύουν τη Νάξο και τους Λεοντίνους από το 734 έως το 728π.Χ. Ελάχιστα πιο Βόρεια, Κυμαίοι της Ιταλίας και Χαλκιδείς ιδρύουν τη Ζάγκλη το 720π.X. τη μετέπειτα Μεσσήνη, και στην ακριβώς απέναντι  πλευρά, στην Νότια Ιταλική χερσόνησο, ιδρύεται το Ρήγιο.
Οι Συρακούσες, πόλη που αργότερα η ιστορική της διαδρομή θα αποτελέσει τον καταλύτη στις εξελίξεις για την κυριαρχία στη νήσο της Σικελίας και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή, ιδρύθηκε από Κορίνθιους πιθανά μαζί με Δωριείς από την Ήλιδα το 756 ή το 733π.Χ. Η πόλη αυτή με την σειρά της ίδρυσε τιςΆκρες το 664π.Χ. τις Κασμένες το 644π.Χ. και την Καμαρίνα το 598π.Χ. στην αρχή μάλλον για να προστατευθεί στα μετόπισθεν της. Στις ανατολικές ακτές της Σικελίας ιδρύθηκε η Κατάνη, από τους Ναξιώτες Σικελίας τον 8ο αιώνα π.Χ. (σημερινή Catania).

Μεγαρείς άποικοι ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα, το 727π.Χ. στις Ανατολικές ακτές της Σικελίας και τον Σελινούντα το 650π.Χ.  στο Δυτικό τμήμα του νησιού. Η Γέλα, ιδρύθηκε στην ανατολική Σικελία, το 688π.Χ. από Ρόδιους, Κρήτες και πιθανά αποίκους από την Κνίδο και την Τήλο. Η πόλη του Τάραντα ιδρύθηκε το 708π.Χ. από Σπαρτιάτες στη δυτική πλευρά του ακρωτηρίου της Ιαπυγίας.
Η Σύβαρις που ιδρύθηκε το 709π.Χ.  μαζί με το Μεταπόντιον το 709-708π.Χ.  και τον Κρότωνα το 710π.Χ. στον κόλπο του Τάραντα, λογίζονται ως αποικίες των Αχαιών. Όμως, στην ίδρυση της Σύβαρης είχαν συμμετάσχει και Τροιζήνιοι που αργότερα έφυγαν και δημιούργησαν την δική τους πόλη, την Ποσειδωνία το 670π.Χ. στα παράλια της χώρας των Λευκανών στην νότιο-δυτική ακτή της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Λοκροί ίδρυσαν τους Επιζεφύριους Λοκρούς, λίγο βορειότερα από το Ρήγιο το 678π.Χ. και αυτή η πόλη δημιούργησε αποικίες στην άλλη πλευρά της Ιταλίας, προς την Τυρρηνική Θάλασσα, τη Μέδμα, το Μέταυρον και το Ιππώνιον. Ίωνες της Μικράς Ασίας, οι Κολοφώνιοι, ίδρυσαν την Σιρίτιδα – Πολύειο το 675π.Χ. μεταξύ Μεταποντίου και Σύβαρης.
Η διαχρονική εντατικοποίηση του φαινομένου του ελληνικού αποικισμού στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Μεσογείου, οδηγεί τον Πλάτωνα κατά τον 4ο αιώνα π.χ. να παρομοιάσει την Μεσόγειο ως βάλτο γύρω από τον οποίο οι Έλληνες βρίσκονται ως μυρμήγκια ή βάτραχοι. Όμως, η εδραίωση των ελληνικών πληθυσμών στις αποικίες αυτές, ιδιαίτερα σε Σικελία και Νότιο Ιταλία, δεν αποτέλεσε μια αναίμακτη υπόθεση, καθώς στην αρχή υπάρχουν συγκρούσεις με γηγενής πληθυσμούς (Ετρούσκους) ενώ στην συνέχεια η προσπάθεια της Ρώμης να εξασφαλίσει «ζωτικό χώρο» για την επέκταση της, στα νερά της Μεσογείου, επιφέρει αρχικά την σύγκρουση με τελικό αποτέλεσμα τον  πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των αποικιών από την αναδυόμενη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει να περιμένουμε την ανάρρηση του Ιουστινιανού στον θρόνο του Βυζαντίου (11 Μαΐου 483μ.Χ.) και την ανακατάληψη των παλαιών εδαφών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την ταυτόχρονη ένταξη της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας ως επαρχίες του Βυζαντινού κράτους, για να ξεκινήσουν εκ νέου μετακινήσεις και εγκαταστάσεις ελληνικών πληθυσμών στις συγκεκριμένες περιοχές. Στην ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου, εκτός από τον στρατό (που πολέμησε εκεί κατά τον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Γότθων 535-553) και τους διοικητικούς υπαλλήλους που έρχονταν από την Μητρόπολη της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, για να υπηρετήσουν στην περιοχή, συνέβαλαν οι μοναχοί και οι προσκυνητές που κατευθύνονταν προς την Ρώμη και οι πολυάριθμοι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από τις παλιές τους εστίες προς την ασφαλέστερη Ιταλία και οι οποίοι απειλούνταν από εισβολείς στον Ελλαδικό χώρο, Άβαρες – Σλάβους (τέλη του 6ου αρχές του 7ου αιώνα), και από τις κατακτήσεις των Αράβων στις Ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια του 7ου αιώνα.
 Μετά και την υποταγή των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής το 535, πολλοί Βυζαντινοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε Σικελία και Νότια Ιταλία, καθώς μετά από 20-25 χρόνια στρατιωτικής υπηρεσίας τους παραχωρούνταν δωρεάν κτήματα προς εκμετάλλευση, ενισχύοντας έτσι τους αρχικούς ελληνικούς πληθυσμούς. Η υπαγωγή της Σικελίας στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως περί το 751 – 754, οδήγησε στην ενίσχυση των δεσμών με την πρωτεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η διείσδυση των Σλάβων σε περιοχές της Ελλάδας έχει ως αποτέλεσμα την μετακίνηση και καταφυγή ελληνικών πληθυσμών και στην Καλαβρία. Το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε περαιτέρω από μεταναστεύσεις εικονολατρών κατά την περίοδο της εικονομαχίας, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο 726 – 787. Οι μεταναστεύσεις αυτές ανανέωσαν τους στενούς δεσμούς του ελλαδικού χώρου με την κάτω Ιταλία. Αξίζει να σημειωθεί ότι, περί τα μέσα του 8ου αιώνα η Καλαβρία υπήχθη και αυτή στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Το Οτράντο (αρχαία ελληνική αποικία με το όνομα Υδρούς) ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 546,  ενώ το 548  αποβιβάστηκαν εκεί πολυάριθμες ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη αυτή θα αποτελέσει το κυριότερο σημείο επιβίβασης και αποβίβασης των ανατολικών στρατευμάτων (1).
Στα Βορειοδυτικά του Οτράντο, στην Τυρρηνική θάλασσα, βρίσκεται η  Napoli (Νεάπολη) η οποία αποτέλεσε Βυζαντινό δουκάτο από το 661 έως το 755, ενώ όπως δείχνουν τα ονόματα τους (Βασίλειος, Θεοφύλακτος, Κοσμάς, Στέφανος, Θεοδόσιος, Θεόδωρος κ.α.) αυτοί που ασκούσαν τη διοίκηση του δουκάτου ήταν Έλληνες που πιθανά στάλθηκαν από το Βυζάντιο.
Στη Ρώμη, έκφραση του Βυζαντινού πολιτισμού αποτελεί η ίδρυση πολλών μονών στην διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα. Είναι η περίοδος της Εικονομαχικής έριδας όπου πολλοί εικονόφιλοι μοναχοί έρχονται στην Ρώμη και δίνουν μια νέα ώθηση στον Βυζαντινό μοναχισμό. Οι ελληνόφωνες μονές της Ρώμης  αρχίζουν να παρακμάζουν κατά τον 9ο αιώνα.
 Έντονη είναι η παρουσία του ελληνικού στοιχείου και στηνΡαβέννα, πρωτεύουσα του ομώνυμου εξαρχάτου. Σύμφωνα με δημογραφικές μελέτες του ιστορικού ANDREGUILLOU, στα τέλη του 6ου αιώνα το 43% του συνολικού πληθυσμού αποτελείται από Ανατολίτες (Έλληνες, αλλά και Αρμένιοι – Σύριοι). Ένα σημαντικό μέρος αυτού του πληθυσμού αποτελείται από στρατιώτες που πολέμησαν τους Γότθους αλλά και από πολιτικό προσωπικό που μετανάστευσε στη Ραβέννα για να καλύψει τις εκτεταμένες ανάγκες της διοίκησης του Εξαρχάτου. Η πόλη αυτή αποτέλεσε την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Ιταλίας, όπως και το πολεμικό της λιμάνι Κλάσσιο. Από τον 5ο  έως τον 8ο αιώνα ο λαμπρός πολιτισμός που αναπτύσσεται στη Ραβέννα, (χαρακτηριστικό δείγμα τα ψηφιδωτά στην εκκλησία του Αγίου Βιταλίου που απεικονίζουν τον Ιουστινιανό και την Θεοδώρα), θα έχει σημαντική επίδραση στην τέχνη της Ιταλίας.
Εικοσιοκτώ αιώνες αργότερα από την απαρχή του Β̒ Ελληνικού αποικισμού στις περιοχές αυτές, ελληνόφωνοι πληθυσμοί συνεχίζουν να υπάρχουν στην χερσόνησο του Σαλέντο, στην Κάτω Ιταλία. Βεβαίως, οι σημερινοί κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών δεν προέρχονται από την αρχαιότητα. Η προέλευση τους ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου. Τα ελληνόφωνα χωριά στη GreciaSallentina είναι τα εξής: Calimera (Καλημέρα), Martano (Μαρτάνο), Martignano (Μαρτινιάνο), Melpignano (Μελπινιάνο), Corigliano d’ Otranto (Κοριλιάνο του Οτράντο), Castrignano dei Greci (Καστρινιάνο ντεϊ Γκρετσι), Soleto (Σολέτο), Sternatia (Στερνατία), Zollino (Τζολίνο).


http://www.hellenica.de/Griechenland/Geo/GR/MegaliEllada.html