Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Κων/λη Από τον Α παγκόσμιο πόλεμο εως την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 (εισαγωγή)


                                 
                                                             Εισαγωγή Α Παγκόσμιος 


To 1908 η πόλη καταλήφθηκε από τον στρατό του κινήματος των Νεότουρκων, και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β' εκθρονίστηκε. H Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα δυτικά πρότυπα, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1839 και τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, με τη μεταρρύθμιση που ονομάστηκε Τανζιμάτ. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-13), αποτράπηκε η κατάληψή της από τον βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης. Στο διάστημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του πολέμου ετέθη υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή μέχρι το 1923. Με την άνοδο του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ', εγκατέλειψε την πόλη το 1922. Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για περισσότερο από μία χιλιετία, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχθηκε η Άγκυρα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί δραστικά, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εκατό ετών.

                                                                         Διωγμός 1922

                                                                      
Με το διωγμό του 1922, άρχισε αυτό που δικαίως μπορεί να θεωρηθεί το πιο μακρύ,το πιο θεματικό οδοιπορικό στην ιστορία. Πρόκειται για την αναγκαστική μετακίνηση δύο εκατομμυρίων χριστιανών και μωαμεθανών και στις δύο ακτές του Αιγαίου.
Η ανάκαμψη της Τουρκίας μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η επακόλουθη νίκη της επί των Ελλήνων στη Μικρά Ασία ήταν οι αιτίες αυτής της μεγάλης μετακίνησης, που τελικά πήρε τη μορφή ενός ΄΄διακανονισμού ανταλλαγής΄΄ φυλετικών μειονοτήτων –σύμφωνα με ειδικούς όρους –που τελούσε υπό την υψηλή επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών. Ωστόσο, τα πρώτα επεισόδια του δράματος της ανταλλαγής έμελλε να παιχτούν με την υπόκρουση των κανονιών, το κροτάλισμα των πολυβόλων και με φόντο τις φλόγες από το ολοκαύτωμα της Σμύρνης.

                               Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας


Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Mübadele) βασίστηκε στην θρησκευτική ταυτότητα, και περιελάμβανε τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς πολίτες της Τουρκίας, και τους Μουσουλμάνους πολίτες της Ελλάδας.
Η Ελληνοτουρκική ανταλλαγή ήταν αποτέλεσμα του Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας. Μετά την είσοδο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στην Σμύρνη, την οποία ακολούθησε η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 1 Νοεμβρίου του 1922, υπογράφηκε επίσημη συνθήκη ειρήνης με την Ελλάδα κατόπιν μηνών διαπραγματεύσεων στη Λοζάνη, στις 24 Ιουλίου 1923. Δύο μήνες μετά τη συνθήκη οι Σύμμαχοι παρέδωσαν την Κωνσταντινούπολη στους Εθνικιστές, σηματοδοτώντας την οριστική αναχώρηση των κατοχικών συμμαχικών δυνάμεων από την Ανατολία.
Στις 29 Οκτωβρίου 1923 η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση ανακοίνωσε την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ένα κράτος το οποίο θα περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε διεκδικήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ στο Εθνικό Σύμφωνο του 1920.
Την κυβέρνηση του κράτους ανέλαβε το κόμμα του Μουσταφά Κεμάλ, το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο αργότερα έγινε το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Το τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας έφερε νέα διοίκηση στην περιοχή, αλλά και προβλήματα με την δημογραφική αναδιάρθρωση των πόλεων, πολλές από τις οποίες είχαν εγκαταλειφθεί. Η ελληνική κατοχή και η άμυνα των Τούρκων εθνικιστών είχαν αφήσει πολλές πόλεις της Τουρκίας λεηλατημένες και σε ερείπια.
Με τους βαλκανικούς πολέμους η Ελλάδα είχε σχεδόν διπλασιάσει την επικράτειά της, ενώ ο πληθυσμός είχε αυξηθεί από περίπου 2,7 εκατομμύρια σε 4,8 εκατομμύρια. Με τον νέο πληθυσμό η αναλογία των ‘μειονοτήτων’ στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 13%, και μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε 20%. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού ήταν Μουσουλμάνοι, αλλά όχι απαραίτητα ελληνικής εθνικότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα πραγματικότητα στην περίπτωση των Αλβανών που κατοικούσαν στην περιοχή Τσαμουριά της Αλβανίας. Κατά τις διαβουλεύσεις στη Λοζάνη το ερώτημα ποιος ακριβώς ήταν Έλληνας, Τούρκος ή Αλβανός προέκυπτε συνέχεια. Οι Έλληνες και οι Αλβανοί αντιπρόσωποι προσδιόριζαν ότι οι Αλβανοί στην Ελλάδα, οι οποίοι κατά κύριο λόγο ζούσαν στο βορειοδυτικό μέρος της χώρας, δεν ήταν τούρκικης εθνότητας, και διαφοροποιούνταν από τους Τούρκους (Οι Αλβανοί σε εκείνη την περιοχή περιελάμβαναν και Μουσουλμάνους και Ελληνορθόδοξους). Η κυβέρνηση της Άγκυρας ακόμα ανέμενε χιλιάδες "τουρκόφωνους" από την Τσαμουριά να φτάσουν στην Ανατολία, για να εγκατασταθούν στις πόλεις Ερντέκ, Αϊβαλί, Μούγλα, Αττάλεια, Σενκιλέ, Μερσίνη και Άδανα. Τελικά οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να απελάσουν χιλιάδες Μουσουλμάνους από την περιοχή της Τσαμουριάς, μαζί με αμέτρητους άλλους από τις πόλεις Λάρισσα, Λαγκαδάς, Δράμα, Έδεσσα, Σέρρες, Φλώρινα, Κιλκίς, Καβάλα και Θεσσαλονίκη. Μεταξύ του 1923 και 1930 η είσοδος αυτών των προσφύγων στην Τουρκία θα άλλαζε δραματικά την κοινωνία της Ανατολίας. Μέχρι το 1927 οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει στην περιφέρεια της Προύσας μόνο, 32.315 άτομα από την Ελλάδα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου