Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η περίοδος της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που διαρκεί από το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης (1830) μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-1923), χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τομή: την ψήφιση του κειμένου του Γενικών Κανονισμών (1860), το οποίο κατήργησε το διοικητικό σύστημα του γεροντισμού και θεσμοποίησε τη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, και ως ένα βαθμό ως αποτέλεσμα της ισχυροποίησης της τάξης των Φαναριωτών, μια κληρικαλική αριστοκρατία των μόνιμων μελών της Ιεράς Συνόδου (Γερόντων)1 κατάφερε να περιορίσει και να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες του Πατριάρχη.

Ο 19ος αιώνας, ειδικά μετά το 1830, χαρακτηρίζεται από διαρκείς προσπάθειες να ελεγχθούν οι εκκλησιαστικές και πολιτικές δραστηριότητες αυτής της κληρικαλικής αριστοκρατίας (Γέροντες), με δεδομένη την καταστροφή και ανασυγκρότηση της αντίστοιχης λαϊκής αριστοκρατίας (Φαναριώτες). Πριν από την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών, την περίοδο 1830-1860, σημειώθηκαν 12 αλλαξοπατριαρχίες, στις οποίες αναδείχθηκαν 9 διαφορετικά πρόσωπα στη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Μετά την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών, και κατά την περίοδο 1860-1923 (διπλάσια σε χρονική διάρκεια από την προηγούμενη), επισυνέβησαν 14 αλλαξοπατριαρχίες, στις οποίες 12 διαφορετικά πρόσωπα κατέλαβαν το αξίωμα. Τη δεύτερη περίοδο οι μοναδικοί πατριάρχες που εξελέγησαν για δεύτερη φορά ήταν ο Ιωακείμ Β΄ και Ιωακείμ Γ΄. Ο δεύτερος, πνευματικό «ανάστημα» του πρώτου, υπήρξε ισχυρή προσωπικότητα που προσδιόρισε αποφασιστικά τις εξελίξεις αυτής της περιόδου και κυρίως συμβόλισε την αντιφατικότητα του θεσμού του Πατριαρχείου σε μια εποχή διάλυσης της ορθόδοξης οικουμενικότητας και κυριαρχίας της ιδεολογίας του εθνικισμού.




Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου